παιονία — παιονίᾱ , Παίονες their land fem nom/voc/acc dual παιονίᾱ , Παίονες their land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παιονίᾱ , παιόνιος fem nom/voc/acc dual παιονίᾱ , παιόνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονίᾳ — Παιονίᾱͅ , Παιονία their land fem dat sg (attic doric aeolic) Παιονίαι , Παιονίης masc nom/voc pl Παιονίᾱͅ , Παιονίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίᾳ — παιονίαι , Παίονες their land fem nom/voc pl παιονίᾱͅ , Παίονες their land fem dat sg (attic doric aeolic) παιονίᾱͅ , παιόνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονία — Στην αρχαιότητα περιοχή της Kεντρικής Μακεδονίας, η οποία περιελάμβανε την Ημαθία, Κρηστωνία, Μυγδωνία και τη χώρα των Αγριάνων φτάνοντας έως το Παγγαίο. Πριν από την επικράτηση των Μακεδόνων και ιδιαίτερα πριν από τον Φίλιππο και τον Μέγα… … Dictionary of Greek
Παιονία — η αρχαία χώρα που απλωνόταν σ όλη σχεδόν τη Μακεδονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιόνια — παιόνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονίας — Παιονίᾱς , Παιονία their land fem acc pl Παιονίᾱς , Παιονία their land fem gen sg (attic doric aeolic) Παιονίᾱς , Παιονίης masc acc pl Παιονίᾱς , Παιονίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίας — παιονίᾱς , Παίονες their land fem acc pl παιονίᾱς , Παίονες their land fem gen sg (attic doric aeolic) παιονίᾱς , παιόνιος fem acc pl παιονίᾱς , παιόνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονίαν — Παιονίᾱν , Παιονία their land fem acc sg (attic doric aeolic) Παιονίᾱν , Παιονίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Παιονίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίαν — παιονίᾱν , Παίονες their land fem acc sg (attic doric aeolic) παιονίᾱν , παιόνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)